- ίον
- (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο νοτιοανατολικό τμήμα του ο Ι. διασχίζεται από τον ποταμό Μορβάν. Η περιοχή αυτή είναι πεδινή και η ύπαρξή της περιορίζει προς το κέντρο τα ασβεστούχα υψίπεδα της Κάτω Βουργουνδίας, τα οποία είναι ξηρά και όχι ιδιαίτερα γόνιμα. Στην πεδιάδα αυτή ευδοκιμούν τα αμπέλια. Στα ΒΔ το υψίπεδο του Σενονέ χαμηλώνει προς τον λόφο του δάσους Οτ, ενώ από την άλλη πλευρά του ποταμού Iόν, στο δυτικό τμήμα του νομού, υπάρχουν οι λόφοι του Πισέ και του Γκατινέ. Κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές του Ι. είναι η κτηνοτροφία, ιδιαίτερα των βοοειδών, η γεωργία (σιτηρά, αμπέλια) και η δασική παραγωγή. Υπάρχουν εκεί και βιομηχανίες ξυλείας, τροφίμων, μηχανημάτων και χημικών προϊόντων, συγκεντρωμένες σχεδόν όλες στην περιοχή της πρωτεύουσας και οι υπόλοιπες σε μικρότερα αστικά κέντρα όπως το Ζουανί, η Σανς και η Αβαλόν.
* * *το (ΑΜ ἴον)ο μενεξές, η βιολέτα («λειμῶνες μαλακοὶ ἴου», Ομ. Οδ.)αρχ.1. το κρίνο2. κάθε άνθος3. διακοσμητικός λίθος με σκοτεινό χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο η γλώσσα τού Ησυχίου γίαἄνθη όσο και η μετρική δομή τής λ. οδηγούν σε αρχικό τ. *Fίον, που συνδέεται με το λατ. viola. Η λ. και στις δύο γλώσσες αποτελεί πιθ. δάνειο μεσογειακής προελεύσεως.ΠΑΡ. αρχ. ιόειςνεοελλ.ιονίδιο.ΣΥΝΘ. ιοβαφής, ιοειδής (Ι), ιοστέφανοςαρχ.ιοβάπτης, ιοβλέφαρος, ιοβόστρυχος, ιόγληνος, ιοδερκής, ιόδετος, ιοδνεφής, ιόζωνος, ιοθαλής, ιόκολπος, ιοπάρειος, ιόπεπλος, ιοσάκχαρ, ιόστεπτοςμσν.ιοβάφινος, ιοζούλαποννεοελλ.ιοστεφής].
Dictionary of Greek. 2013.